πολύλαλος

πολύλαλος
πολύλαλος, ον (Cleobulus [VI B.C.] in Stob. III p. 112, 3 H.; Ael. Dion. κ, 8; Vi. Aesopi G 26 P.; schol. on Soph., Ant. 324 p. 234 Papag.; Plotinus 6, 2, 21; Job 11:2 Sym.) engaged in much purposeless talk, talkative, garrulous w. ἀναιδής Hm 11:12. VandeSande Bakhuyzen suspects that πολύλαλοι was once read Js 3:1 for πολλοὶ διδάσκαλοι (B-D-F §115, 1).—DELG s.v. λαλέω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολύλαλος — talkative masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύλαλος — η, ο / πολύλαλος, ον, ΝΑ πολυλογάς, φλύαρος («οὐ πολύλαλος, ἀλλά πολύνους», Πλωτίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λάλος «φλύαρος» (< λαλῶ), πρβλ. οξύ λαλος) …   Dictionary of Greek

  • πολύλαλον — πολύλαλος talkative masc/fem acc sg πολύλαλος talkative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλάλοις — πολύλαλος talkative masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλάλου — πολύλαλος talkative masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλάλους — πολύλαλος talkative masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλάλῳ — πολύλαλος talkative masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύλαλα — πολύλαλος talkative neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυλαλία — η, ΝΑ, και πολυλαλιά Ν [πολύλαλος] πολυλογία, φλυαρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”